αλεφάντης

αλεφάντης
ο και ἀνεφάντης ή ἀναφάντης
άνοιγμα τής στέγης —ή και η είσοδος οικήματος— από το οποίο περνά μέσα το φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αλεφάντης < ανεφάντης (με ανομοίωση τού ν σε λ) < αναφάντης (με ανομοίωση του α σε ε) < αναφαίνω «κάνω κάτι να δώσει φώς, φλόγα, να αναλάμψει].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”